Για τους οκτώ λογισμούς των πνευμάτων της πονηρίας.

1. Γνώριζε, αδελφέ, ότι οκτώ είναι οι λογισμοί που πολεμούν τον μοναχό, όπως λένε οι Πατέρες. Πρώτος ο λογισμός της γαστριμαργίας· δεύτερος της κακής και αισχρής επιθυμίας· τρίτος της φιλαργυρίας· τέταρτος της λύπης· πέμπτος της οργής· έκτος της αδράνειας· έβδομος της κενοδοξίας· και όγδοος της υπερηφάνειας.

2. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζεις, μοναχέ, και να προσέχεις πολύ σε ποιο πάθος συνταράσσεσαι από τους εχθρούς μας και τα πνεύματα της πονηρίας και θορυβείσαι, και σε ποια εμπαθή σκέψη συγκατατίθεται ο νους σου.

3. Και εάν μεν καταλαβαίνεις ότι συνταράσσεσαι από τη γαστριμαργία και την απόλαυση, στένεψε την κοιλιά σου περιορίζοντας με σταθμά και μέτρα την τροφή και το πιοτό. Να θυμάσαι διαρκώς τον χωρισμό της ψυχής και τη μέλλουσα κρίση και τη φοβερή γέεννα του πυρός, καθώς επίσης και τον πόθο της βασιλείας των ουρανών. Διότι έτσι θα μπορέσεις να νικήσεις την ηδονή της κοιλιάς και να τη σιχαθείς.

4. Εάν πάλι κατέχεσαι από το πνεύμα της αισχρής και κακής επιθυμίας, άσκησε την εγκράτεια του σώματος, τη συντριβή της ψυχής και την αγρυπνία, με ακατάπαυστη προσευχή παράλληλα μ’ αυτά να είσαι ντροπαλός, και να μη κατακρίνεις ή να διασύρεις κανέναν, και γενικά να μη σιχαίνεσαι κανέναν. Να θυμάσαι επίσης τον θάνατο, αγάπησε τη δίψα, και να μη θέλεις καθόλου να σμίξεις με γυναίκες, ούτε καν να δεις γενικά το πρόσωπο τους, και έτσι θα απαλλαγείς από το πάθος.

5. Εάν πάλι θέλεις να νικήσεις τη φιλαργυρία, να αγαπάς την ακτημοσύνη και την έλλειψη χρημάτων· να θυμάσαι την κατάκριση του Ιούδα και ότι με αυτήν πρόδωσε τον Κύριο στους παράνομους, και ότι κάθε φιλάργυρος ονομάζεται από τη θεία Γραφή ειδωλολάτρης (Κολ. 3, 5)· επίσης ότι μας απομακρύνει από τον Θεό, και ότι η απόλαυση των χρημάτων είναι προσωρινή, ενώ για τους φιλάργυρους η τιμωρία είναι αθάνατη. Συλλογιζόμενος λοιπόν αυτά και μη ζητώντας τίποτε περισσότερο από όσα σου είναι απαραίτητα, θα κατανικήσεις το πάθος αυτό.

6. Εάν πάλι συνταράσσεσαι από την κοσμική λύπη και θορυβείσαι, πρέπει συνεχώς να προσεύχεσαι και να αναθέτεις όλες τις ελπίδες σου στον Θεό, να επιδίδεσαι στη μελέτη των θείων Γραφών και να συναναστρέφεσαι με μοναχούς ευλαβείς και φοβούμενους τον Κύριο, όλα όσα σε έχουν βρει να τα περιφρονείς σαν ανύπαρκτα, και να σκέφτεσαι τη χαρά των ουρανών και τις απολαύσεις των δικαίων. Και εάν χτυπηθείς από κάποιον, ή ταπεινωθείς, ή διωχθείς, να μη λυπηθείς, αλλά να χαίρεσαι περισσότερο να λυπάσαι τότε μόνο, όταν αμαρτήσεις μπροστά στον Θεό. Διότι μόνο έτσι θα μπορέσεις με τη βοήθεια του Πνεύματος ν’ απαλλαγείς από το πάθος.

7. Όταν πάλι ταράσσεσαι από τον θυμό και την έξαψη, δείξε συμπάθεια και υποδούλωσε τον εαυτό σου στους αδελφούς, και αν είναι δυνατόν να πλένεις συνεχώς τα πόδια τους με ταπεινοφροσύνη, να ζητάς συγχώρηση από κάθε άνθρωπο, να επισκέπτεσαι συνεχώς τους αρρώστους και να ψάλλεις, και έτσι πολύ γρήγορα θα απαλλαγείς από τα πάθος.

8. Εάν όμως θέλεις να νικήσεις την αδράνεια, να κάνεις ένα μικρό εργόχειρο, να διαβάζεις και να προσεύχεσαι συχνά με σταθερή την ελπίδα των αγαθών· να σκέφτεσαι αυτούς που βρίσκονται στην επιθανάτια αγωνία, τη βία και το πνίξιμο των αμαρτωλών, πόσο άσπλαχνα τιμωρούνται και βασανίζονται, και έτσι θ’ αναπαυθείς από το πάθος.

9. Εάν πάλι βασανίζεσαι φοβερά από τη ματαιοδοξία και τους επαίνους των ανθρώπων, πρέπει να μη κάνεις τίποτε για να επιδειχθείς, αλλά κάθε σου εργασία να την κάνεις στα κρυφά, χωρίς να την ξέρει κανένας άλλος, παρά μόνο ο Θεός· να μη αγαπάς τους επαίνους, ούτε τις τιμές των ανθρώπων, ούτε τα ωραία ενδύματα, ούτε την εκτίμηση περισσότερο από τους άλλους και την πρωτοκαθεδρία· αντίθετα, να προτιμάς να σε επιτιμούν οι άνθρωποι, να σε κατηγορούν και να σε ταπεινώνουν λέγοντας ψέματα, και να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό από όλους τους αμαρτωλούς.

10. Εάν, τέλος, βλέπεις τον εαυτό σου να πολεμάται από το δαιμονικό πάθος της κάκιστης υπερηφάνειας, πρέπει να μη κακολογείς κανέναν, ή να κατακρίνεις, ή γενικά να ταπεινώνεις, αλλά να υπολογίζεις και να θεωρείς διαρκώς τον εαυτό σου σκουπίδι όλων, και να σκέπτεσαι ότι «εάν ο Κύριος δεν οικοδομήσει ένα σπίτι, άδικα κοπιάζουν αυτοί που το χτίζουν» (Ψαλμ. 124, 1), και πάντοτε να θεωρείς τον εαυτό σου οφειλέτη, και να τον ταπεινώνεις μπροστά στον Θεό και σ’ όλους τους ανθρώπους. Και να μη αναθαρρήσεις, μέχρι να ακούσεις την απόφαση του Κριτή, βλέποντας εκείνον που, και μετά την κατάκλιση στον νυμφώνα, δέθηκε χειροπόδαρα και ρίχτηκε στο αιώνιο σκοτάδι.

Αλλά κι αν νηστεύεις, κι αν αγρυπνείς, κι αν κοιμάσαι κάτω στο έδαφος, κι αν ψάλλεις, κι αν υπηρετείς, κι αν κάνεις πολλές μετάνοιες, και αν κάνεις οποιοδήποτε άλλο καλό, να μη λες ότι ‘‘με δικό μου κόπο, ή με δική μου προθυμία έγινε’’, αλλ’ ότι ‘‘γίνεται με τη βοήθεια και την ενίσχυση του Θεού, και όχι με τη δική μου προσπάθεια’’. Φρόντιζε πάντοτε, αδελφέ, να είσαι διαρκώς απλός και άψογος, να μη έχεις άλλα στην καρδιά και άλλα στο στόμα σου, γιατί αυτό είναι δόλιο, και να προσεύχεσαι συνεχώς με δάκρυα. Έτσι ενεργώντας θ’ απαλλαγείς από το ολέθριο και πονηρό παράπτωμα.

11. Από τα πάθη, άλλα είναι σωματικά, και άλλα ψυχικά. Σωματικά λέμε τη γαστριμαργία, την πορνεία, τη μέθη, την ασέλγεια, ενώ ψυχικά το μίσος προς τον πλησίον, τον φθόνο, τη φιλονικία, τη ματαιοδοξία και την υπερηφάνεια. Αυτά επηρεάζουν την ψυχή μας όταν απουσιάζει η αγάπη και η εγκράτεια, ενώ τα αντίθετα από αυτά επιτυγχάνονται με τη νηστεία και την αγρυπνία. Διότι τότε ο νους και το φως του απολαμβάνει και τον Θεό τον βλέπει χωρίς να παρεμποδίζεται.